подчинять
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Russian > Greek
προσποιέω, ὑποτάσσω, ὑπάγω, ὑπεργάζομαι, κάμπτω, ἡμερόω, καταστρέφω, ὑποζεύγνυμι, ὑποζευγνύω, καταδουλόω, δαμάζω, δαμάω, δαμνάω, δάμνημι, δαμάσδω, ζυγόω