высокомерный
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
Russian > Greek
μέγας ;; ὑψήγορος ;; ὑπερήφανος ;; μεγαλεῖος ;; ὑπέροπλος ;; αἰπεινός ;; σεμνόστομος ;; ὑπέρφρων ;; μεγαλήνωρ ;; μεγαλάνωρ ;; ὑπέρκοπος ;; φρονηματίας ;; ὑβριστικός ;; νεόπλουτος ;; ἀκοινώνητος ;; ἀκοινώνατος ;; μεγαλόμητις ;; περίφρων ;; πλεονέκτης ;; καρτερός ;; θρασύς ;; ὑπέραυχος ;; ὑπερπετής