длительный
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Russian > Greek
ἐπίμονος ;; πολυχρόνιος ;; ἐπιχρόνιος ;; παραμόνιμος ;; παρμόνιμος ;; παρατατικός ;; διαρκής ;; συχνός ;; κατάμονος ;; διατελής ;; χρόνιος