лелеять
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Russian > Greek
ἕψω ;; ἀτάλλω ;; κηπεύω ;; ἐννεοσσεύω ;; ἐννεοττεύω ;; ἐκτιθηνέομαι ;; ἀτιτάλλω ;; κομίζω ;; τιθηνέομαι ;; θάλπω ;; ἀμφιθάλπω ;; ποιμαίνω ;; βουκολέω ;; ἀμφιπολεύω ;; περιέπω ;; νέμω