ἀμφιπολεύω
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
Ep. Verb (used by Hdt.) mostly in pres.: aor., Ἐφ.
A Ἀρχ. 1910.397 (Ambracia):—serve as an attendant, tend, care for (not inIl.), βίον, ὄρχατον, ἵππους, Od.18.254, 24.244, h.Merc.568; of temple slaves, serve, have the care of, ἀμφιπολεύουσαν ἱρὸν Διός Hdt.2.56; of the departed soul, Ὀσίριδος θῶκον Epigr.Gr.414 (Alexandria); ψυχὴ σκῆπτρον Ῥαδαμάνθυος ἀ. IG14.1389i47.
2 abs., [τὰς κούρας] ἔδοσαν . . Ἐρινύσιν ἀμφιπολεύειν Od.20.78, cf. Hes.Op.803; hold the yearly office of ἀμφίπολος, IG12(9).906 (Cbalcis).
3 c. dat., minister to, as priest, Q.S.13.270; Ἀρτέμιτι Ἐφ.Ἀρχ.l.c.; Διί IG 14.574 (Centuripa); θεῷ Αὐγούστῳ ib.601 (Malta).
4 traverse, go about, ἥλιος μέγαν οὐρανὸν ἀμφιπολεύει Emp.41; δόμον Man.6.273, cf. 3.36, al.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ἀνφιπολεύσας IG 14.574 (Centorbi)]
I 1dar vueltas en torno a, girar (ἥλιος) οὐρανόν Emp.B 41, δόμον Man.6.273, ὄφις ... πρέμνον ... Orph.A.930
•de las almas en el otro mundo flotar en torno, rondar τὸν Ὀσείριδος ἀμφιπολεύω θῶκον IMEG 73.5 (Abidos), ψυχὴ δὲ σκῆπτρον Ῥαδαμάνθυος ἀμφιπολεύει IUrb.Rom.1155.47, fig. βούλομαι ... πάντας ... ζωὴν θεσπεσίην αἰώνιον ἀμφιπολεύειν Nonn.Par.Eu.Io.17.2.
2 dar vueltas a, hacer girar τροχόν Nonn.D.38.187.
3 llegar ὅσσοι δ' ἐξ Ἀσίης Ἰταλῶν δόμον ἀμφεπόλευσαν Orac.Sib.3.353.
4 rodear de cuidados, atender, cuidar, asistir τὸν ἐμὸν βίον Od.18.254, ἵππους h.Merc.568, φασιν Ἐρινύας ἀμφιπολεύειν Ὅρκον γεινόμενον dicen que las Erinis asistieron al Juramento cuando nació Hes.Op.803, κούρους δ' ἀκτερέας ... βυθὸς ἀμφιπολεύσει Orac.Sib.3.481, σφέας δυσνομίη ... ἀμφιπολεύει Apoll.Met.Ps.72.6, ἀμπλακίη με ... ἀ. Apoll.Met.Ps.48.6, cf. 45.2
•cultivar, cuidar ὄρχατον Od.24.257
•euf. (τὰς κούρας) ἔδοσαν ... Ἐρινύσιν ἀμφιπολεύειν entregaron las doncellas a las Erinis para que se ocuparan de ellas, Od.20.78.
II servir, asistir al culto de una divinidad
1 c. ac. como esclavo del templo ἀ. ... ἱρὸν Διός Hdt.2.56.
2 abs. tener el cargo de servidor del culto, IG 12(9).906.2 (Cálcide)
•c. el n. de la divinidad en dat. ser servidor de Ἀρτέμιτι Πασικράτα, Ἀρχ.Ἐφ. 1910.397 (Ambracia), Διί Ὠρίῳ IG 14.574 (Centorbi), Θεῷ Αὐγούστῳ IG 14.601 (Malia).
3 en sent. profano servir, ser esclavo de χείροσιν Q.S.13.270.
German (Pape)
[Seite 142] (vgl. -πέλομαι), um etwas beschäftigt sein, besorgen, warten, Od. 18. 254. 19, 127 Penelope vom Odysseus εἰ κεῖνός γ' ἐλθὼν τὸν ἐμὸν βιον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. νῦν δ' ἄχομαι, Homerisch optat. für den indicat. des Nichtwirklichen, εἰ ἐλθὼν ἀμφεπόλευε, μεῖζον ἂν ἦν ἐμὸν κλέος, wenn Jener heimgekehrt wäre u. mein Leben mit liebender Sorge umgäbe; ὄρχατον, den Garten bestellen, Od. 24, 244. 257; dienen, ἐρινύσιν 20, 78; Hes. O. 803 ἐν πέμπτῃ γάρ φασιν Ἐρινύας ἀμφιπολεύειν Ὅρκον γεινόμενον, τὸν Ἔρις τέκε πῆμ' ἐπιόρκοις; Qu. Sm. 13, 270; Her. 2, 56 mit dem acc., ἱρὸν Διός, um den Tempel u. in ihm als Diener geschäftig sein.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀμφεπόλευσα;
1 prendre soin de, acc.;
2 être serviteur ou servante ; être prêtre ou prêtresse.
Étymologie: ἀμφίπολος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπολεύω: ухаживать, лелеять, окружать заботами (βίον τινός Hom.): ἀ. ὄρχατον Hom. ухаживать (смотреть) за садом; ἵππους ἀ. HH ходить за лошадьми; ἀ. τινά Hom., Hes. служить кому-л.; ἀ. ἱρόν Her. быть служителем при храме.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπολεύω: Ἐπ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ.) εὔχρηστον παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον κατ’ ἐνεστ.: - μέλλ. -εύσω Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 481: ἀόρ., αὐτόθι 353, Σύλλ. Ἐπιγρ. (ἴδε κατωτ.): πρβλ. ἀμφιπολέω. Ὑπηρετῶ ὡς ἀμφίπολος, ἀσχολοῦμαι περί τι, φροντίζω περί τινος, βίον, ὄρχατον, ἵππους Ὀδ. Σ. 254, Ω. 244 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.), Ὕμνος Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 568: ἰδίως ἐπὶ δούλων, ἐντεῦθεν, ὑπηρετῶ, ἔχω τὴν φροντίδα τινός, περιποιοῦμαι, ἀμφιπολεύουσαν ἱρὸν Διὸς Ἡρόδ. 2. 56· Ὀσίριδος θῶκον Συλλ. Ἐπιγρ. 4708. 2) ἀπολ., [τὰς κούρας] ἔδοσαν... Ἐρινύσιν ἀμφιπολεύειν Ὀδ. Υ. 78, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 801. 3) μ. δοτ., ὑπηρετῶ ὡς ἱερεύς, ἱερατεύω, Κ. Σμ. 13. 270, Συλλ. Ἐπιγρ. 5742, 5754.
English (Autenrieth)
(ἀμφίπολος): wait on, take care of, ὄρχατον, Od. 24.244; βίον, Od. 18.254; ironically, Od. 20.78.
Greek Monolingual
ἀμφιπολεύω (Α) ἀμφίπολος
(επικ. ρ. συνήθως στον ενεστ.)
1. υπηρετώ κάποιον ή κάτι ως δούλος, περιποιούμαι, φροντίζω
2. (για ιερείς και ιέρειες) υπηρετώ, διακονεύω
3. διασχίζω (οὐρανόν, δόμον).
Greek Monotonic
ἀμφιπολεύω: μέλ. -σω (ἀμφίπολος), ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· απόλ., δοῦναι τινά τινι ἀμφιπολεύειν, παραδίδω κάποιον σε άλλον, περιποιούμαι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἀμφίπολος
to be busied about, take care of, c. acc., Od., Hdt.; absol., δοῦναί τινά τινι ἀμφιπολεύειν to give one over to another, to take care of, Od.