украшение
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Russian > Greek
κόσμησις, χρύσωμα, ἄθυρμα, καλλωπισμός, καλόν, κατακόσμησις, πρόσθημα, ἀνάθημα, ἥδυσμα, σπατάλη, διασκευή, προκόσμημα, χλιδών, κόσμιον, ἀγλάϊσμα, ἄγαλμα, γάνωσις, ἐγκαλλώπισμα, κόμμωμα, καλλώπισμα, ὡραϊσμός, ἀγλαϊσμός, κόσμημα, χλίδωσις, κάλλυντρον, πρόσχημα