Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡμικρανία

From LSJ
Revision as of 11:46, 4 November 2019 by Spiros (talk | contribs)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμικρᾱνία Medium diacritics: ἡμικρανία Low diacritics: ημικρανία Capitals: ΗΜΙΚΡΑΝΙΑ
Transliteration A: hēmikranía Transliteration B: hēmikrania Transliteration C: imikrania Beta Code: h(mikrani/a

English (LSJ)

ἡ, (κράνιον)

   A pain on one side of the head or pain on one side of the face, migraine, hemicrania ib.592:—also ἡμικράνιον, τό, PMag.Lond.121.199, Arch.f. Religionswiss.24.176 (Carnuntum).

German (Pape)

[Seite 1168] ἡ, Kopfschmerz auf der einen Seite, Migräne, Medic.; auch τὸ ἡμικρανικὸν πάθος, Poll. 2, 41; ἡμικρανικοί, die daran leiden, Medic.; auch ἡμικράνιος

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικρᾱνία: ἡ, (κρανίον) πόνος κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. hemicranium, ὅθεν Γαλλ. migraine, Ἀγγλ. megrim). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.

Greek Monolingual

η (AM ἡμικρανία)
σφοδρός πονοκέφαλος που προσβάλλει το ένα πλάγιο του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο-κρανία, κατα-κρανία.