Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
squalor: Ar. and P. αὐχμός, ὁ, P. ῥύπος, τό, V. πίνος, ὁ, ἀλουσία, ἡ.
infamy: P. ἀνοσιότης, ἡ.