σάλασσα
From LSJ
τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
English (LSJ)
Doric for θάλασσα, sea; σαλασσομέδοισα, Dor. for θάλασσομέδοισα.
German (Pape)
[Seite 859] ἡ, dor. statt θάλασσα, Alcman, s. Koen zu Greg. Cor. 300.
Greek (Liddell-Scott)
σάλασσα: σαλασσομέδοισα, Δωρ. ἀντὶ θάλ-.
Greek Monolingual
ἡ, Α
δωρ. προφ. του θάλασσα.
Greek Monotonic
σάλασσα: Δωρ. αντί θάλασσα.
Middle Liddell
[doric for θάλασσα.]