διατρεπτικός

From LSJ
Revision as of 15:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρεπτικός Medium diacritics: διατρεπτικός Low diacritics: διατρεπτικός Capitals: ΔΙΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diatreptikós Transliteration B: diatreptikos Transliteration C: diatreptikos Beta Code: diatreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dissuasive, λόγος Plu.2.788f.

German (Pape)

[Seite 607] ή, όν, bewegend, abmahnend; λόγος Plut. an. sen. resp. ger. 9.

Greek (Liddell-Scott)

διατρεπτικός: -ή, -όν, μεταπειστικός, ἀποτρεπτικός, Πλούτ. 2. 788F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à détourner, à dissuader.
Étymologie: διατρέπω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 disuasorio λόγος Plu.2.788f
sup. neutr. plu. como adv. διατρεπτικώτατα de forma totalmente disuasoria δυσωπεῖ Clem.Al.Strom.2.10.47.
2 adv. -ῶς dando vueltas, rodando glos. a περιστροφάδην Sch.Opp.H.5.146.

Greek Monolingual

διατρεπτικός, -ή, -όν (Α)
αποτρεπτικός, μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς εἶναι λόγος», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

διατρεπτικός: отклоняющий, отговаривающий, разубеждающий (λόγος Plut.).