δύσποτος
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον,
A unpalatable, πῶμα A.Eu.266.
German (Pape)
[Seite 687] schwer, widrig zu trinken, πόμα Aesch. Eum. 256.
Greek (Liddell-Scott)
δύσποτος: -ον, δυσκολόποτος, ἀηδὴς εἰς πόσιν, πῶμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 266.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à boire.
Étymologie: δυσ-, πίνω.
Spanish (DGE)
-ον
imbebible, malo para beber πῶμα de la sangre de Orestes, A.Eu.266
•no potable τὸ φρεατιαῖον (ὕδωρ) Ps.Caes.77.8.
Greek Monolingual
δύσποτος, -ον (Α)
αηδιαστικός στην πόση.
Greek Monotonic
δύσποτος: -ον, αυτός που δύσκολα πίνεται, αηδιαστικός στην πόση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δύσποτος: (о питье) ужасный, страшный (πῶμα Aesch.).
Middle Liddell
δύσ-ποτος, ον
unpalatable, Aesch.