κέρχνωμα

From LSJ
Revision as of 15:44, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρχνωμα Medium diacritics: κέρχνωμα Low diacritics: κέρχνωμα Capitals: ΚΕΡΧΝΩΜΑ
Transliteration A: kérchnōma Transliteration B: kerchnōma Transliteration C: kerchnoma Beta Code: ke/rxnwma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A roughnesses, Hsch.; also, = τὰ κερχνωτά, Id.    II = κέγχρωμα, Id.(pl.).

German (Pape)

[Seite 1426] τό, Trockenheit, Rauhigkeit, Heiserkeit, Hesych., dessen Erll. κύκλωμα aber auf κέγχρωμα geht.

Greek (Liddell-Scott)

κέρχνωμα: τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· ὡσαύτως = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ὡσαύτως = κέγχρωμα.

Greek Monolingual

κέρχνωμα, τὸ (Α) κερχνώ
(κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι
τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων».