καρδιαλγία

From LSJ
Revision as of 15:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐαλγία Medium diacritics: καρδιαλγία Low diacritics: καρδιαλγία Capitals: ΚΑΡΔΙΑΛΓΙΑ
Transliteration A: kardialgía Transliteration B: kardialgia Transliteration C: kardialgia Beta Code: kardialgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A heartburn, Id.8.343, al., Ruf. ap. Orib.7.26.8.

German (Pape)

[Seite 1326] ἡ, Schmerzen am oberen Magenmund, Magendrücken, Galen.

Greek Monolingual

η (Α καρδιαλγία) καρδιαλγής
νεοελλ.
ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα του στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός
αρχ.
πόνος του στομάχου.