καρδιαλγία
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ἡ,
A heartburn, Id.8.343, al., Ruf. ap. Orib.7.26.8.
German (Pape)
[Seite 1326] ἡ, Schmerzen am oberen Magenmund, Magendrücken, Galen.
Greek Monolingual
η (Α καρδιαλγία) καρδιαλγής
νεοελλ.
ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα του στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός
αρχ.
πόνος του στομάχου.