μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Full diacritics: κοιτασμός | Medium diacritics: κοιτασμός | Low diacritics: κοιτασμός | Capitals: ΚΟΙΤΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: koitasmós | Transliteration B: koitasmos | Transliteration C: koitasmos | Beta Code: koitasmo/s |
ὁ,
A folding, βοῶν PMeyer 12.24 (ii A.D.), etc.
κοιτασμός, ὁ (AM) κοιτάζω
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη
αρχ.
(για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).