κοιτασμός

From LSJ
Revision as of 16:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτασμός Medium diacritics: κοιτασμός Low diacritics: κοιτασμός Capitals: ΚΟΙΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: koitasmós Transliteration B: koitasmos Transliteration C: koitasmos Beta Code: koitasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A folding, βοῶν PMeyer 12.24 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

κοιτασμός, ὁ (AM) κοιτάζω
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη
αρχ.
(για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).