μαλακύνω

From LSJ
Revision as of 17:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακύνω Medium diacritics: μαλακύνω Low diacritics: μαλακύνω Capitals: ΜΑΛΑΚΥΝΩ
Transliteration A: malakýnō Transliteration B: malakynō Transliteration C: malakyno Beta Code: malaku/nw

English (LSJ)

   A soften, v.l. for μαλακευνέω in Hp.Vict.2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.Bel.71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου LXX Jb.23.16; weaken, χεῖρας καὶ πόδας Muson.Fr.19p.107H.:—Pass., become soft, flag, X.Cyr.3.2.5; ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκύνω: μαλάσσω. μαλακίζω, Ἱππ. 365. 10· καθιστῶ τι μαλθακόν, ἀδύνατον, ἀσθενές, χεῖράς τε καὶ πόδας περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. 1, 84· ἐν τέλ.· - Παθ., ὡς τὸ μαλακίζομαι, ἐκλύομαι, γίνομαι μαλακός, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 5· ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 17. 10.

French (Bailly abrégé)

amollir ; Pass. se laisser amollir, agir mollement, faiblir.
Étymologie: μαλακός.

Greek Monolingual

μαλακύνω) μαλακός
1. μαλακώνω, απαλύνω
2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)
2. παθ. μαλακύνομαι
γίνομαι οκνηρός και δειλόςὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.).