μαλακόπους
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A tenderfooted, Hippiatr.95, 104.
Greek Monolingual
μαλακόπους, -ουν (Μ, Α μαλακαίπους, -ουν)
αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρό-πους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ' επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους.