μυξώδης

From LSJ
Revision as of 17:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξώδης Medium diacritics: μυξώδης Low diacritics: μυξώδης Capitals: ΜΥΞΩΔΗΣ
Transliteration A: myxṓdēs Transliteration B: myxōdēs Transliteration C: myksodis Beta Code: mucw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like mucus, abounding in it, Hp.Art.40, cf. 8 (Comp.); δεσμὸς μ. a pulpy band of connection, ib.45; μ. ὑγρότητες, γλισχρότης, Arist.GA761b33, HA517b28; μ. ὑγρασία Thphr.HP3.13.2; μ. ῥίζαι, σάρξ, Dsc.3.17, Gal.1.579.

German (Pape)

[Seite 218] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μυξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., γλοιώδης, αὐτόθι 809· μ. ὑγρότης, γλισχρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυξώδης, -ῶδες) μύξα
αυτός που μοιάζει με μύξα, βλεννοειδής, γλοιώδης
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που αποτελείται από μύξα
αρχ.
1. αυτός που έχει άφθονη μύξα
2. μτφ. κουτός, βλάκας, ηλίθιος («βλεκέμυξος, βλακώδης, μυξώδης», Ησύχ.).

Russian (Dvoretsky)

μυξώδης: похожий на слизь, слизистый (ὑγρότης Arst.).