πανάγριος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον,
A quite wild or savage, Opp.C.2.45, dub. in Ps.-Phoc.202.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάγριος: -ον, ὅλως διόλου ἄγριος, ἀγριώτατος, Ὀππ. Κ. 2. 45. - παρὰ τῷ Ψευδο-Φωκυλ. 190, ὁ Brunck παναγρείους, ὁ Βergk παναγρῆας.
Greek Monolingual
πανάγριος, -ον (Α)
πάρα πολύ άγριος, αγριότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄγριος.