πολυβλέπων
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
οντος,
A blind (by euphemism), PLond.1821.269.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
1. αυτός που βλέπει πολύ
2. (κατ' ευφ.) τυφλός («καθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῡσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. πολύβλεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βλέπων, μτχ. του βλέπω (πρβλ. κατω-βλέπων)].