πολυόμφαλος

From LSJ
Revision as of 18:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόμφᾰλος Medium diacritics: πολυόμφαλος Low diacritics: πολυόμφαλος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: polyómphalos Transliteration B: polyomphalos Transliteration C: polyomfalos Beta Code: poluo/mfalos

English (LSJ)

ον,

   A with many bosses or shields, πεδίον π., of the Roman testudo, Opp.C.1.218.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Nabeln od. Erhabenheiten, Opp. Cyn. 1, 218 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόμφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀμφαλούς, ἐπὶ ἀσπίδος ἐχούσης πολλὰς ὀμφαλοειδεῖς ἐξοχὰς ἢ κοσμήματα, Ὀππ. Κυν. 1. 218· ἐπὶ πλακοῦντος, Κλήμ. Ἀλ. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ασπίδες και πόπανα θυσιών) αυτή που έχει πολλούς ομφαλούς, πολλές διακοσμητικές προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὀμφαλός (πρβλ. μον-όμφαλος, χρυσ-όμφαλος)].