τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
Full diacritics: πολυσχεράς | Medium diacritics: πολυσχεράς | Low diacritics: πολυσχεράς | Capitals: ΠΟΛΥΣΧΕΡΑΣ |
Transliteration A: polyscherás | Transliteration B: polyscheras | Transliteration C: polyscheras | Beta Code: polusxera/s |
άδος, ἡ,
A shingly, Euph.25.
-άδος, ἡ, Α
(για ακτή) αυτή που έχει πολλά χαλίκια («τύμβος ὑπὸ κνημοῖσι πολυσχέραδος Μυκόνοιο», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ- + σχερός «ακτή» + επίθημα -άς, -άδος].