πολτάριος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: πολτάριος | Medium diacritics: πολτάριος | Low diacritics: πολτάριος | Capitals: ΠΟΛΤΑΡΙΟΣ |
Transliteration A: poltários | Transliteration B: poltarios | Transliteration C: poltarios | Beta Code: polta/rios |
[ᾱ], ὁ, = Lat.
A pultarius, Gal.13.280, Gloss.:—Dim. βουλτᾱρίδιον, τό, PHolm.2.40.
ὁ, Α
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pultarius «χύτρα» < λατ. puls, pultis «πολτός», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω της Ετρουσκικής].