στένωμα

From LSJ
Revision as of 19:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στένωμα Medium diacritics: στένωμα Low diacritics: στένωμα Capitals: ΣΤΕΝΩΜΑ
Transliteration A: sténōma Transliteration B: stenōma Transliteration C: stenoma Beta Code: ste/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A narrow place or pass, Peripl.M.Rubr.2.

German (Pape)

[Seite 936] τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.

Greek (Liddell-Scott)

στένωμα: τό, στενὸς τόποςδίοδος, πέραμα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ., ἐν ἀρχ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στενῶ
στενός τόπος ή στενή δίοδος, πέρασμα (α. «τὰ κατὰ Θεσσαλίαν στενώματα», Σχόλ.Ιλ.
β. «μάνδραις ᾠκοδομημέναις ἐν στενώμασιν», Περίπλ. Ερ. Θαλ.)
νεοελλ.
ιατρ. εντοπισμένος μεγάλου βαθμού περιορισμός του αυλού ενός σωληνοειδούς κοίλου οργάνου (α. «στένωμα της ουρήθρας» β. «στένωμα του εντέρου»).