Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκωπαῖος

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωπαῖος Medium diacritics: σκωπαῖος Low diacritics: σκωπαίος Capitals: ΣΚΩΠΑΙΟΣ
Transliteration A: skōpaîos Transliteration B: skōpaios Transliteration C: skopaios Beta Code: skwpai=os

English (LSJ)

v.l. σκοπ-, ὁ, among the Sybarites, a

   A dwarf, Timae. ap. Ath.12.518e; cf. στίλπων.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, bei den Sybariten ein Zwerg, sonst στίλπωνες, Ath. XII, 518 f.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπαῖος: ὁ, παρὰ τοῖς Συβαρίταις, νᾶνος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 518Ε· ὡσαύτως στίλπωνστίλβων. (Πιθ. ἐκ τοῦ σκώπτω).

Greek Monolingual

και, κατά δ. γρφ., σκοπαῑος, ὁ, Α
(στους Συβαρίτες) ο νάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. σκώπτω.