συνυποπτεύω
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
A suspect, Plb.14.4.8.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποπτεύω: ὑποπτεύω ὁμοῦ, Πολύβ. 14. 4, 8. ― Ἴδε Κόντου. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19.
Greek Monolingual
Α
υποψιάζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποπτεύω «υποψιάζομαι»].
Russian (Dvoretsky)
συνυποπτεύω: одновременно подозревать Polyb.