συντετμημένως

From LSJ
Revision as of 20:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντετμημένως Medium diacritics: συντετμημένως Low diacritics: συντετμημένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetmēménōs Transliteration B: syntetmēmenōs Transliteration C: syntetmimenos Beta Code: suntetmhme/nws

English (LSJ)

Adv., (συντέμνω)

   A concisely, Sch.Th.8.53, Tz.H.2.489.

Greek (Liddell-Scott)

συντετμημένως: Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. εν συντομία, συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετμημένος του συντέμνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].