σόκκος
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
English (LSJ)
ὁ,
A lasso, Olymp.Hist.p.457 D.
Greek (Liddell-Scott)
σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ
είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lasso Malalas about the Huns.
Derivatives: σοκκεύω catch by the lasso.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.