ταράκτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A disturber, Lyc.43.
German (Pape)
[Seite 1069] ὁ, der aufrührt, in Unordnung, Verwirrung bringt, Lycophr. 43.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ ταραχὴν ἐπιφέρων, ταραχοποιός, Λυκόφρων 43.
Full diacritics: τᾰράκτης | Medium diacritics: ταράκτης | Low diacritics: ταράκτης | Capitals: ΤΑΡΑΚΤΗΣ |
Transliteration A: taráktēs | Transliteration B: taraktēs | Transliteration C: taraktis | Beta Code: tara/kths |
ου, ὁ,
A disturber, Lyc.43.
[Seite 1069] ὁ, der aufrührt, in Unordnung, Verwirrung bringt, Lycophr. 43.
τᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ ταραχὴν ἐπιφέρων, ταραχοποιός, Λυκόφρων 43.
ὁ, Α ταράσσω
αυτός που επιφέρει ταραχή.