τρισκοπάνιστος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A thrice-struck or -stamped, ἄρτος τ. thrice-kneaded, i. e. fine, bread, Batr.35.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «ἄρτος τρισκοπάνιστος» — ψωμί από πολύ λεπτό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + κοπανιστός (< κοπανίζω)].
Greek Monotonic
τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, κοπανημένος τρεις φορές, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
τρισκοπάνιστος: трижды молотый, т. е. из муки тончайшего помола Batr.
Middle Liddell
τρισ-κοπά˘νιστος, ον,
thrice-kneaded, Batr.