φιλάλυπος
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ον,
A liking to be free from pain or grief, Orph.H.50.7.
German (Pape)
[Seite 1274] Schmerzlosigkeit liebend, gern ohne Schmerz, Kummer, Orph. 49, 7.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάλῡπος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν ἄλυπον βίον, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την χωρίς λύπες ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄλυπος «ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος»].