φοινικοβάλανος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ,
A palm-nut, i. e. date, the fruit of the date-palm, Plb.12.2.6, 26.1.8, Dsc.1.109, Gal.6.779, IG22.1013.20.
German (Pape)
[Seite 1296] ἡ, die Palmfrucht, eigtl. die Palmeichel, d. i. Dattel, Pol. 12, 2,6.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκοβάλᾰνος: ἡ, ὁ καρπὸς τοῦ φοίνικος, «χουρμᾶς», Πολύβ. 12. 2, 6., 26. 10, 9, Διοσκ. 1. 14, 8, Συλλ. Ἐπιγραφ. 123. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fruit (litt. gland) du palmier, datte.
Étymologie: φοῖνιξ², βάλανος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
ο καρπός του φοίνικα, ο χουρμάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + βάλανος «βαλανίδι»].
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκοβάλᾰνος: ἡ φοῖνιξ III] плод финиковой пальмы, финик Polyb., Plut.