χαλίνωσις
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bridling, X.Eq.3.11 (pl.), v.l. in Poll.1.184.
German (Pape)
[Seite 1328] εως, ἡ, das Zäumen od. Aufzäumen, Xen. equ. 3, 11.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλίνωσις: -εως, ἡ, τὸ χαλινοῦν, Ξεν. Ἱππ. 3, 11, Πολυδ. Α΄, 184.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de brider.
Étymologie: χαλινόω.
Greek Monotonic
χᾰλίνωσις: [ῖ], -εως, ἡ, χαλίνωμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλίνωσις: εως ἡ взнуздывание Xen.
Middle Liddell
χᾰλίνωσις, εως,
a bridling, Xen.