χαμαιτύπος

From LSJ
Revision as of 21:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιτύπος Medium diacritics: χαμαιτύπος Low diacritics: χαμαιτύπος Capitals: ΧΑΜΑΙΤΥΠΟΣ
Transliteration A: chamaitýpos Transliteration B: chamaitypos Transliteration C: chamaitypos Beta Code: xamai/tupos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A striking its prey near or on the ground, name of a certain hawk, opp. μετεωροθήρας, Arist.HA620a31.    II χαμαιτύπος πόρνη, = Lat. scortum, Gloss.; but αἱ χαμαιτύποι is prob. f. l. for αἱ χαμαιτύπαι (corr. Wendland) in Ph.1.345, cf. χαμαιτύπη.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτύπος: [ῡ], -ον, ὁ χαμαὶ τύπτων, ὁ τύπτων καὶ συναρπάζων τὸ θήραμα ἐπὶ τῆς γῆς καθήμενον, ὄνομα ἱέρακός τινος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μετεωροθήραν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς ἀρσ. τοῦ χαμαιτύπη, ὃ ἴδε· ἡ χαμαιτύπος = χαμαιτύπη, Φίλων 1, 345.

Greek Monolingual

-ον, Α χαμαιτύπη
1. το αρσ. ως ουσ.χαμαιτύπος
κοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος
2. το θηλ. ως ουσ.χαμαιτύπος
η πόρνη.