χρυσοκάνθαρος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ὁ,
A chafer (cf. χρυσομηλολόνθιον), Sch.Ar.Nu.761; -κάνθαροι, = Lat.bulli (dub. sens.), Gloss.; also χρῡσο-κανθαρίς, Jo.Sic. in AB1432.
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, der Goldkäfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκάνθᾰρος: ὁ, χρυσοῦς κάνθαρος, κοινῶς «ζίνα», ἐν δὲ τῇ Κυζίκῳ «βύσβιζας», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 761, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ μηλολόνθη.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
χρυσοπράσινο σκαθάρι, το έντομο μηλολόνθη
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) νεόπλουτος, ξιπασμένος πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κάνθαρος «σκαθάρι»].