υἱωνός

From LSJ
Revision as of 10:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: υἱωνός Medium diacritics: υἱωνός Low diacritics: υιωνός Capitals: ΥΙΩΝΟΣ
Transliteration A: hyiōnós Transliteration B: huiōnos Transliteration C: yionos Beta Code: ui(wno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A grandson, Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, IG5(1).1450 (Messene, i A. D.), POxy.261.7 (i A.D.), SIG829A (Delph., ii A. D.), Plu.Publ.14, etc.:—fem. υἱωνή, ἡ, J.BJ1.22.1; less Att. than ὑϊδοῦς and ὑϊδῆ, Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.

German (Pape)

[Seite 1176] ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.

English (Autenrieth)

grandson.

Greek Monolingual

και ὑωνός και υἱωνεύς, -έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ
ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα -ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ-ωνός, χελ-ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ. αγγλ. grand-son «εγγονός»). Ο τ. υἱώνεῖς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι αναλογικός με τον πληθ. υἱεῖς].

Greek Monotonic

υἱωνός: -οῦ, ὁ (υἱός), εγγονός, σε Όμηρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

υἱωνός: ὁ внук Hom., Plut.

Middle Liddell

υἱωνός, οῦ, ὁ, υἱός
a grandson, Hom., Plut.