ἀφάρμακτος

From LSJ
Revision as of 13:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφάρμακτος Medium diacritics: ἀφάρμακτος Low diacritics: αφάρμακτος Capitals: ΑΦΑΡΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aphármaktos Transliteration B: apharmaktos Transliteration C: afarmaktos Beta Code: a)fa/rmaktos

English (LSJ)

ον,

   A unanointed, Nic. Th.115; unpoisoned, κύλιξ ἀ. Luc.DMort.7.2.

German (Pape)

[Seite 407] nicht vergiftet, κύλιξ Luc. Mort. D. 7, 2; Nic. Ther. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάρμακτος: -ον, = τῷ προηγ., ἰδίως μὴ δηλτηριασθείς, Νικ. Θ. 115· κύλιξ ἀφ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2· ἀφαρμάκτοις.. βέλεσι Στράβων 499 (ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ φαρμακτοῖς).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non empoisonné.
Étymologie: ἀ, φαρμάσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I no ungido con algún fármaco ἀφαρμάκτῳ χροΐ Nic.Th.115.
II 1no envenenado κύλιξ Luc.DMort.17.2, ποταμός Nonn.D.22.78.
2 inmune al veneno ἀφάρμακτοι ... τὴν φύσιν εἰσίν Procl.in Alc.258.

Greek Monolingual

ἀφάρμακτος, -ον (Α) φαρμακτός
αυτός που δεν περιέχει δηλητήριο.

Russian (Dvoretsky)

ἀφάρμακτος: не отравленный (κύλιξ Luc.).