ἀσμενιστέον
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
A one must take a thing gladly, Hp.Dent.25, Gal.8.816, 10.648.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσμενιστέον: πρέπει τις νὰ δεχθῇ τι ἀσμένως, Ἱππ. 268. 1.
Spanish (DGE)
hay que acoger con satisfacción πάντως ἀ. Hp.Dent.25, κατὰ τὴν συστολὴν ἡ ἀφή, εἴ γε ἀ. ἐστί Gal.8.816.