ἐρυθραίνω
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
A paint red, rouge, πρόσωπον Perict. ap. Stob.4.28.19 ; παρειάς Hdn.5.6.10:—Pass., become red, Thphr.HP3.12.5, Sor.1.108 ; blush, X.Cyr.1.4.4, Arist.EN1128b13. II intr., to be red, Id.Pr.890a8 ; ἡ τέρμινθος..χλοερὸν ἐνέγκασα [καρπὸν] μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει Thphr.HP3.15.3.
German (Pape)
[Seite 1036] roth machen, röthen (ἐρεύθω, ἐρυθρός), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυθραίνων Hdn. 5, 6, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθραίνω: καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ πρόσωπον Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., γίνομαι ἐρυθρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, ὥστε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἐρυθρός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
rendre rouge, faire rougir ; Pass. (seul. prés. et part. pf. Pass. ἠρυθρασμένος) devenir rouge, rougir, particul. rougir de honte.
Étymologie: ἐρυθρός.
Greek Monolingual
(AM ἐρυθραίνω
Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) ερυθρός
1. κάνω κάτι κόκκινο
2. είμαι κόκκινος
3. παθ. ερυθραίνομαι
κοκκινίζω
αρχ.
(για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῡτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐρυθραίνω: преимущ. pass. становиться красным, краснеть Xen., Arst.