ἐξοδιασμός
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐξοδία, f.l. for ἐξιδιασμός, Plb.22.6.1. II payment, Sammelb.4425 vi1 (ii A. D.), Artem.1.57, etc.
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, 1) dasselbe, der Aufwand, Sp.; Belegung mit Abgaben, Artemidor. 1, 59. – 2) = ἐξοδία, Pol. 23, 6, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοδιασμός: ὁ, = ἐξοδία, Πολύβ. 23. 6, 1. ΙΙ. δαπάνη, ἔξοδον, Ἀρτεμίδ. 1. 59· - ὡσαύτως ἐξοδίασις, Θεοδώρ. 2. 13, σ. 609.
Greek Monolingual
και ξοδιασμός, ο (AM ἐξοδιασμός) εξοδιάζω
δαπάνη
αρχ.
εξοδία.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοδιασμός: ὁ Polyb. = ἐξοδία.