Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίδομα

From LSJ
Revision as of 15:14, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδομα Medium diacritics: ἐπίδομα Low diacritics: επίδομα Capitals: ΕΠΙΔΟΜΑ
Transliteration A: epídoma Transliteration B: epidoma Transliteration C: epidoma Beta Code: e)pi/doma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A contribution to a feast, Ath.8.364f(pl.).

German (Pape)

[Seite 939] τό, Zugabe, Beisteuer; nach Ath. VIII, 364 f sagten die Alexandriner δεῖπνα ἐξ ἐπιδομάτων für ἐπιδόσιμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδομα: τό, ἐπίμετρον, συνεισφορά, δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίδομα) επιδίδωμι
νεοελλ.
1. πρόσθετη επιχορήγηση που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («επίδομα ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» κ.λπ.)
2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα
αρχ.
1. προσθήκη
2. συνεισφορά, έρανος.