ἐπεισαγώγιμος
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ον,
A brought in from abroad, τὰ ἐ. imported wares, Pl.R. 370e.
German (Pape)
[Seite 911] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, ἐπὶ προϊόντων ἔξωθεν εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, σχεδόν τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d’importation.
Étymologie: ἐπεισάγω.
Greek Monolingual
ἐπεισαγώγιμος, -ον (Α)
(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος].
Greek Monotonic
ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· τὰ ἐπ., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισᾰγώγιμος:
1) ввозимый, привозной (σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;
2) поступающий извне (θερμότης Arst.);
3) иноземный, чужой (γένος Eur.; ἐ. καὶ βάρβαρος Plut.).
Middle Liddell
ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον
brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.