ἔνσποδος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A ashen, τῇ χρόᾳ Dsc.5.88.
German (Pape)
[Seite 852] χρόα, aschgraue Farbe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνσποδος: -ον, ἔχων χρῶμα σποδοῦ, στάκτης, ὅταν δὲ τῇ χρόᾳ ἔνσποδον γένηται, ὅταν λάβῃ σταχτὶ χρῶμα, Διοσκ. 5. 103.
Spanish (DGE)
-ον
ceniciento, pálido ὅταν δὲ τῇ χρόᾳ ἔνσποδον ὑπάρχῃ al preparar el albayalde, Dsc.5.88.5.