ἔκβρωμα

From LSJ
Revision as of 16:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβρωμα Medium diacritics: ἔκβρωμα Low diacritics: έκβρωμα Capitals: ΕΚΒΡΩΜΑ
Transliteration A: ékbrōma Transliteration B: ekbrōma Transliteration C: ekvroma Beta Code: e)/kbrwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything eaten out, πρίονος ἔ. saw-dust, S.Tr. 700(pl.); piece eaten away, Arist.HA625a9.

German (Pape)

[Seite 755] τό, das Ausgefressene, übertr. πρίονος Soph. Tr. 700, Schol. πρίσμα, Sägespäne. Vgl. Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 a 9).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβρωμα: τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει πρᾶγμα ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
entaille (faite par une scie).
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
viruta, serrín πρίονος ἐκβρώματ' S.Tr.700, cf. Arist.HA 625a9.

Greek Monolingual

ἔκβρωμα, το (Α)
1. κάτι από το οποίο τρώγεται ένα μέρος
2. φρ. «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια.

Greek Monotonic

ἔκβρωμα: -ατος, τό (ἐκβιβρώσκω), οτιδήποτε κατατρώγεται, πρίονος ἔκβ., «πριονίδια», σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκβρωμα: ατος τό досл. выеденное, разъеденное, перен. опилки Soph., Arst.

Middle Liddell

ἔκβρωμα, ατος, τό, ἐκβιβρώσκω
anything eaten out, πρίονος ἔκβ. saw- dust, Soph.