ἱεροθυτέω
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
A sacrifice, βοῦς Heraclit.Incred.39, cf. Ἀρχ. Ἐφ. 1911.59, IG14.290 (Segesta), 12(1).67 (Rhodes): Arc. pres. part. nom. sg. masc. ἱεροθυτές ib.5(2).3.7 (Tegea, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1241] opfern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροθῠτέω: προσφέρω θυσίας, Ἡρακλείτου π. Ἀπίστων σ. 82, Συλλ. Ἐπιγρ. 5546. ΙΙ. γίνομαι ἱεροθύτης, ἱεροθυτήσας, γενόμενος ἱεροθύτης, Ἐπιγρ. Ρόδου, N. Rhein. Mus. IV. σ. 185· οὕτω καὶ ἱεροθυτέων, ὢν ἱεροθύτης, Ἐπιγρ. Ἀμφίσσης, Bull. d. corr. hell. V. σ. 451.