ὑπερφρόνησις
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
εως, ἡ,
A contempt, θανάτου Plu.2.238b, cf. Poll.9.146.
German (Pape)
[Seite 1204] ἡ, Uebermuth u. Verachtung aus Stolz, θανάτου Plut. Inst. lac. p. 251.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφρόνησις: -εως, ἡ, καταφρόνησις, θανάτου Πλούτ. 2. 238Β, Πολυδ. Θ΄, 146.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fierté, dédain.
Étymologie: ὑπερφρονέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ ὑπερφρονῶ
περιφρόνηση, καταφρόνηση.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφρόνησις: εως ἡ пренебрежение, презрение: ὑ. θανάτου Plut. презрение к смерти.