ῥινόκερως
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ωτος, ὁ, (ῥίς)
A the Rhinoceros or Nose-horn, Callix.2, Str. 16.4.15, Ael.NA17.44, IG14.1302 (Praeneste); ῥ. λίθος, of its horn, Cyran.36. 2 wild bull, Aq.Jb.39.9, Ps.28(29).9. 3 = ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ, Hsch. (perh. hornbill).
German (Pape)
[Seite 844] ὁ, das Nashorn, Ael. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνόκερως: -ωτος, ὁ, (ῥὶς) τὸ γνωστὸν θηρίον, Στράβ. 774 κἑξ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C, Αἰλ. π. Ζ. 17. 44, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b. 2) = μονόκερως, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ ΛΘ΄, 9. 3) πτηνόν τι Αἰθιοπικόν, «ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ) :
rhinocéros, « l’animal avec une corne sur le nez ».
Étymologie: ῥίς, κέρας.
Greek Monotonic
ῥῑνόκερως: -ωτος, ὁ (ῥίς, κέρας), ρινόκερος, σε Στράβ.
Middle Liddell
ῥῑνό-κερως, ωτος, ὁ, [ῥίς, κέρας
the rhinoceros or nosehorn, Strab.