κατατριβή

From LSJ
Revision as of 19:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρῐβή Medium diacritics: κατατριβή Low diacritics: κατατριβή Capitals: ΚΑΤΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: katatribḗ Transliteration B: katatribē Transliteration C: katatrivi Beta Code: katatribh/

English (LSJ)

ἡ,

   A wasting, squandering, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης] D.L.6.24.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρῐβή: ἡ, προστριβή, ἐπίθεσις ψιμυθίου, ψιμυθισμός, Κλήμ., Ἀλ. 254. ΙΙ. κενὴ κατανάλωσις τοῦ χρόνου, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβὴν ὠνόμαζεν ὁ Διογένης Διογ. Λ. 6. 24.

Greek Monolingual

η (Α κατατριβή) κατατρίβω
καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου
αρχ.
1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου
2. σπατάλη, ασωτεία.

Russian (Dvoretsky)

κατατρῑβή: ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. Sinopeus ap. Diog. L.