λυσιτέλεια
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ἡ,
A advantage, profit, Thphr. ap. D.L.5.54, D.S.1.36, LXX 2 Ma.2.27, J.AJ16.9.1; λ. περὶ τὸν χρόνον economy in respect of time, i.e. by postponement of payments until they fell due, Plb.31.27.11; διὰ λυσιτέλειαν for the sake of economy, Dsc.5.8.—Rejected by the Atticists, Poll.5.136, Moer.p.248 P., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτέλεια: ἡ, κέρδος, ὠφέλεια, Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 54, Διόδ. 1. 36· λ. περὶ τὸν χρόνον, οἰκονομία χρόνου κατὰ τὰς πληρωμάς, Πολύβ. 32. 13, 11. ― Λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, Φρύνιχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
avantage, gain, profit.
Étymologie: λυσιτελής.
Greek Monolingual
η (Α λυσιτέλεια) λυσιτελής
κέρδος, όφελος («καὶ ζητοῦντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)
αρχ.
φρ. α) «λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον» — αναβολή πληρωμών ωσότου καταστούν υποχρεωτικές
β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για οικονομία.
Russian (Dvoretsky)
λῡσῐτέλεια: ἡ польза, выгода Diod., Diog. L.: λ. περὶ τὸν χρόνον Polyb. выигрыш во времени.