ματιολοιχός

From LSJ
Revision as of 19:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱτιολοιχός Medium diacritics: ματιολοιχός Low diacritics: ματιολοιχός Capitals: ΜΑΤΙΟΛΟΙΧΟΣ
Transliteration A: matioloichós Transliteration B: matioloichos Transliteration C: matioloichos Beta Code: matioloixo/s

English (LSJ)

ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.231), Ar.Nu.451, expld. as

   A = κρουσιμέτρης, from μάτιον, τό, trifle, scrap, by Sch.ad loc.: ματαιολοιχός· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος, Hsch.:—Bentley cj. ματτυολοιχός (in both places), v. ματτύη.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱτιολοιχός: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. ματτύη.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui dévore des petits riens LSJ (cf. ματαιολοιχός, ματτυολοιχός).
Étymologie: μάτιον, λείχω.

Greek Monolingual

ματιολοιχός, ὁ (Α)
ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός].

Greek Monotonic

μᾱτιολοιχός: ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα γεύμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. λέξη, που θεωρείται ότι προέρχεται από το μάτιον, μερίδα φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).

Russian (Dvoretsky)

μᾱτιολοιχός: Arph. v. l. = ματτυολοιχός.

Middle Liddell

μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,
a devourer of meal, Ar. (A dubious word, said to be derived from μάτιον a measure of meal. Others read ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.)