νώθεια

From LSJ
Revision as of 19:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώθεια Medium diacritics: νώθεια Low diacritics: νώθεια Capitals: ΝΩΘΕΙΑ
Transliteration A: nṓtheia Transliteration B: nōtheia Transliteration C: notheia Beta Code: nw/qeia

English (LSJ)

ἡ,

   A slowness, sluggishness, Pl.Phdr.235d, Tht.195c, Luc. Ind.22, Babr.95.70, Poll.3.122, Ael.NA16.21.

German (Pape)

[Seite 272] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, ὑπὸ νωθείας οὐ δυνάμενος πεισθῆναι, Plat. Theaet. 195 c, vgl. Phaedr. 235 d.

Greek (Liddell-Scott)

νώθεια: ἡ, (ἐκ τοῦ νωθὴς) βραδύτης, ὀκνηρία, νωθρότης, Πλάτ. Φαῖδρ. 235C, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 22, Βαβρ. 95. 70 (συνήθως φέρεται νωθεία).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance ; lourdeur.
Étymologie: νωθής.

Greek Monolingual

νώθεια, ἡ (Α) νωθής
βραδύτητα, οκνηρία, νωθρότητα σωματική και ψυχική.

Greek Monotonic

νώθεια: ἡ, οκνηρία, ραθυμία, βραδύτητα, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νώθεια: ἡ вялость, косность, лень Plat., Plut.

Middle Liddell

νώθεια, ἡ,
sluggishness, dulness, Plat., etc. [from νωθής